- μουντός
- -ή, -όθαμπός, όχι γυαλιστερός, σκοτεινός: Ο ουρανός σήμερα είναι μουντός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μούντος — μοῡντος, ὁ (Μ) άλογο με σκούρο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μουντός με αναβιβασμό τόνου] … Dictionary of Greek
μουντός — ή, ό (Μ μουντός, ή, όν) θολός, θαμπός, σκοτεινός, σκουρόχρωμος («ο καιρός είναι μουντός σήμερα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μυνδός* «άφωνος, άλαλος», ενώ κατ άλλη άποψη < σλαβ. monĭtŭ «σκοτεινός, θολός»] … Dictionary of Greek
μουντίζω — [μουντός] μουνταίνω, γίνομαι μουντός, σκοτεινός … Dictionary of Greek
μουνταίνω — [μουντός] γίνομαι μουντός, θαμπώνω, θολώνω … Dictionary of Greek
μουντώνω — [μουντός] μουνταίνω, γίνομαι μουντός … Dictionary of Greek
ἀτιμοῦντος — ἀτῑμοῦντος , ἀτιμάω dishonour pres part act masc/neut gen sg (attic epic doric ionic) ἀτῑμοῦντος , ἀτιμόω dishonour pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αειδής — ἀειδής, ές (AM) 1. ο δίχως μορφή ή σχήμα, άμορφος 2. ο δίχως σωματική μορφή, ασώματος, αόρατος, άυλος μσν. 1. σκοτεινός, μουντός 2. ασήμαντος, τιποτένιος αρχ. 1. άσχημος, δύσμορφος 2. ακαθόριστος, απροσδιόριστος 3. ανεξιχνίαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ… … Dictionary of Greek
αξαστέρωτος — η, ο αυτός που δεν ξαστέρωσε, συννεφιασμένος, μουντός, σκοτεινός … Dictionary of Greek
μουντάδα — η [μουντός] σκοτεινότητα, θαμπάδα, θολότητα, θολούρα … Dictionary of Greek
μουχρωπός — ή, ό μισοσκότεινος, θαμπός, σκούρος, μουντός («έτσι στα μουχρωπά νερά αλαργαίνουν», Καζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μουχρός + κατάλ. ωπός*] … Dictionary of Greek